- σημάντορι
- σημάντωρone who gives a signalmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημάντωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που δίνει το σήμα, το σύνθημα, ο ηγέτης («ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σημάντορες», Ομ. Οδ.) 2. ηνίοχος 3. βουκόλος 4. αυτός που σημαίνει, που αναγγέλλει κάτι («αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γένου», Σοφ.) 5. φρ. α) «σημάντορες ἄνδρες» ηγέτες… … Dictionary of Greek